Bralos Rail Pass

Σιδηροδρομικό Πέρασμα Μπράλου

Κατασκευή

Α' Παγκόσμιος

Β' Παγκόσμιος

Μεταπολεμικά

Σήμερα

Κατασκευή

Από τα μέσα του 19ου αιώνα, ο σιδηρόδρομος κατέστη σαφώς παγκόσμιο φαινόμενο και η παρουσία του έγινε καθοριστική, χάρη στη δυνατότητα που προσέφερε για ασφαλή, αξιόπιστη και ταχύτατη μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών. Η συμβολή του στην οικονομική ανάπτυξη δεν πέρασε απαρατήρητη από τους Έλληνες πολιτικούς. Στην αρχική φάση, κατασκευάστηκαν γραμμές στενού εύρους με στόχο τη σύνδεση της ενδοχώρας με τα κοντινότερα λιμάνια, ενώ αργότερα άρχισε να διαμορφώνεται το σχέδιο για την κατασκευή μιας γραμμής διεθνούς εύρους, η οποία θα άνοιγε νέους εμπορικούς ορίζοντες για τη χώρα. Μετά από πολυάριθμες προσπάθειες και δυσχέρειες, ολοκληρώθηκε το σιδηροδρομικό δίκτυο Πειραιά-Δεμερλή-Συνόρων, μια γραμμή κανονικού εύρους που συνέδεε τον Πειραιά με την Αθήνα, τη Λάρισα και τα ελληνοτουρκικά σύνορα στο Παπαπούλι, επιτρέποντας τη σύνδεση με το οθωμανικό σιδηροδρομικό δίκτυο και διευκολύνοντας έτσι την εμπορική σύνδεση της Ελλάδας με την κεντρική Ευρώπη.

Πρώτες Απόπειρες

Οι πρώτες προσπάθειες για την κατασκευή της γραμμής χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1870, αλλά καμία δεν υλοποιήθηκε. Το 1881, η κυβέρνηση Κουμουνδούρου υπέγραψε σύμβαση με τον Γάλλο Perdoux, η οποία κατέληξε σε αδιέξοδο το επόμενο έτος, όταν ο ανάδοχος ζήτησε τροποποίηση των όρων. Ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης κατήγγειλε τη σύμβαση και το 1889 υπέγραψε νέα σύμβαση με Άγγλους επενδυτές. Παρά τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, οι Άγγλοι ξεκίνησαν την κατασκευή, περιοριζόμενοι στις πεδινές περιοχές και δημιουργώντας γραμμή από την Αγία Μαρίνα έως τη Λαμία και το Λειανοκλάδι. Ωστόσο, οι οικονομικές δυσκολίες της Ελλάδας και η αδυναμία εξεύρεσης διεθνών δανείων οδήγησαν την εταιρεία σε αδιέξοδο. Το 1893, η σύμβαση καταγγέλθηκε, και η εγγύηση της εταιρείας καταπέφτει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Την ίδια χρονιά, ο Τρικούπης κήρυξε τη χώρα σε πτώχευση, προσπαθώντας να εξαναγκάσει τους πιστωτές σε διακανονισμό του χρέους, αλλά η παραίτησή του το 1895 και οι πολιτικές εξελίξεις ανέκοψαν την πρόοδο.

Σ.Π.Δ.Σ. - Batignolles

Το 1900, επί κυβέρνησης Θεοτόκη, υπογράφηκε νέα σύμβαση με το «Συνδικάτο Κατασκευής Σιδηροδρόμων εν Ανατολή», που περιελάβανε τη γαλλική εταιρεία Batignolles, η εταιρεία που είχε κατασκευάσει τον πασίγνωστο πύργο του Άιφελ στο Παρίσι. Το 1902, η ανάδοχος εταιρεία ίδρυσε την «Εταιρεία των Ελληνικών Σιδηροδρόμων» και ξεκίνησε την κατασκευή της γραμμής, αξιοποιώντας τις υποδομές του προηγούμενου αναδόχου. Η γραμμή ονομάστηκε «Σιδηρόδρομος Πειραιώς-Δεμερλή-Συνόρων» (Σ.Π.Δ.Σ.), με το όνομα Δεμερλή να αναφέρεται στον σημερινό Παλαιοφάρσαλο Η χάραξη προέβλεπε τη διέλευση από τους ορεινούς όγκους της Οίτης και της Όθρυος, καθιστώντας την κατασκευή μια ιδιαίτερη πρόκληση για τους μηχανικούς. Το Σιδηροδρομικό Πέρασμα του Μπράλου εκτείνεται από τους πρόποδες του Παρνασσού μέχρι τις βουνοπλαγιές της Οίτης και τον κάμπο του Σπερχειού. Αυτό το τμήμα αποτέλεσε το δυσκολότερο μέρος της κατασκευής, καθώς απαιτούσε πολυάριθμα και απαιτητικά τεχνικά έργα για τη διέλευση του τραίνου.

Η Αποπεράτωση

Η κατασκευή προχωρούσε σταδιακά με γοργούς ρυθμούς στα πεδινά εδάφη, ενώ στα ορεινά και δυσπρόσιτα τμήματα παρουσιάστηκαν δυσκολίες και προβλήματα. Παρ' όλα αυτά, η τεχνογνωσία και η εμπειρία της εταιρείας Batignolles κατάφεραν να εξασφαλίσουν την ολοκλήρωση του έργου το 1909. Το πρώτο τμήμα, από τον Πειραιά έως τη Χαλκίδα και τη Θήβα, εγκαινιάστηκε το 1904 με μεγάλη τελετή. Το 1905 παραδόθηκε η γραμμή μέχρι τον Μπράλο, ενώ παράλληλα συνδέθηκε η Στυλίδα με την Αγία Μαρίνα, καθιερώνοντας τη Στυλίδα ως λιμάνι της Λαμίας. Το 1908, η γραμμή έφτασε στη Λάρισα, με πανηγυρική άφιξη της πρώτης αμαξοστοιχίας, ενώ το 1909 ολοκληρώθηκε η επέκταση έως το Παπαπούλι, στα τότε ελληνοτουρκικά σύνορα. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1916, δημιουργήθηκε η ενωτική γραμμή προς τη Θεσσαλονίκη, μετά την προσάρτηση της Μακεδονίας το 1912 και την ένταξη του εκεί Οθωμανικού σιδηροδρομικού δικτύου προς ελληνικό, ολοκληρώνοντας κατά αυτόν τον τρόπο το αρχικό όραμα για νέες εμπορικές ευκαιρίες.

Α' Παγκόσμιος

Με την έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και την αποτυχία των Αγγλογάλλων στην εκστρατεία των Δαρδανελίων, η Entente αποφάσισε να δημιουργήσει το Μακεδονικό Μέτωπο, με σκοπό την υποστήριξη της Σερβίας, η οποία δεχόταν επίθεση από τις συμμαχικές δυνάμεις της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας και της Βουλγαρίας. Το μέτωπο αυτό διατηρήθηκε από το φθινόπωρο του 1915 έως τη λήξη του πολέμου το 1918. Η περιοχή της Μακεδονίας μετατράπηκε σε έναν τεράστιο στρατιωτικό κόμβο, φιλοξενώντας χιλιάδες στρατιώτες από διάφορες χώρες και εθνικότητες, με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη, που εξυπηρετούσε ως βάση τροφοδοσίας για τις συμμαχικές δυνάμεις.

Η σημασία του Σιδηροδρόμου

Για την αποτελεσματική συντήρηση και αδιάλειπτη τροφοδοσία του μεγάλου επιχειρησιακού μηχανισμού, ήταν απαραίτητη η ύπαρξη ενός αξιόπιστου μέσου μεταφοράς στρατευμάτων και πολεμοφοδίων. Οι θαλάσσιες μεταφορές παρουσίαζαν σημαντικά μειονεκτήματα, καθώς ήταν ιδιαίτερα χρονοβόρες και επικίνδυνες, κυρίως λόγω της διαρκούς απειλής από τα γερμανικά υποβρύχια. Η σημασία του σιδηροδρόμου για τη γρήγορη μεταφορά στρατευμάτων είχε ήδη αναδειχθεί από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Με την προσάρτηση των Οθωμανικών σιδηροδρομικών δικτύων της Μακεδονίας και την επέκταση της γραμμής προς τη Θεσσαλονίκη το 1916, ο σιδηρόδρομος απέκτησε στρατηγική σημασία. Ωστόσο, η χρήση του παρέμενε περιορισμένη εξαιτίας του Εθνικού Διχασμού, που εμπόδιζε τη συνεργασία με τις δυνάμεις της Αντάντ.

Σχεδιασμός Μεταφορών

Η κατάσταση άλλαξε δραστικά τον Ιούνιο του 1917, όταν η εκθρόνιση του βασιλιά Κωνσταντίνου και η ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Ελευθέριο Βενιζέλο επέτρεψαν στους Συμμάχους να αποκτήσουν πλήρη πρόσβαση στα νότια σιδηροδρομικά δίκτυα. Από εκείνη τη στιγμή, ο σιδηρόδρομος έγινε το βασικό μέσο μεταφοράς στρατευμάτων και εφοδίων, εξασφαλίζοντας ταχύτητα, ασφάλεια και αποτελεσματικότητα στις μετακινήσεις, που ήταν κρίσιμες για τη διεξαγωγή των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Αμέσως ξεκίνησαν μελέτες για την αξιοποίηση των σιδηροδρομικών διαδρομών με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Από τις έρευνες αυτές, διαμορφώθηκαν διάφορα σενάρια για τη μεταφορά των συμμαχικών στρατευμάτων, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή σε τρεις εναλλακτικές λύσεις διέλευσης από τον Κορινθιακό κόλπο

Μπράλος-Κέντρο Διαμετακομισμού

Ως βέλτιστη λύση αποφάνθηκε τα στρατεύματα να μεταφέρονται διά θαλάσσης στο λιμάνι της Ιτέας, απ' όπου ξεκινούσαν το οδικό τους ταξίδι προς τον Σιδηροδρομικό Σταθμό του Μπράλου και από εκεί θα προωθούνταν προς τη Θεσσαλονίκη. Στο πλαίσιο αυτής της μεταφορικής και στρατιωτικής οργάνωσης κατασκεύασαν εκτεταμένες υποδομές γύρω από τον σταθμό του Μπράλου. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν στρατόπεδα για τη διαμονή των στρατιωτών και ένα νοσοκομείο για την περίθαλψή τους. Ειδικότερα, το 49ο Βρετανικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο, το οποίο διέθετε 400 κλίνες. Το ήπιο κλίμα του Μπράλου θεωρήθηκε ιδανικό για την ανάρρωση και τη διατήρηση της καλής υγείας των στρατιωτών, συμβάλλοντας σημαντικά στη φροντίδα όσων αντιμετώπιζαν προβλήματα υγείας.

Στρατιωτικό Νεκροταφείο

Λόγω των θανάτων που σημειώθηκαν, εξαιτίας της ελονοσίας και της ισπανικής γρίπης, ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1917 ένα Στρατιωτικό Νεκροταφείο περίπου 3 χιλιόμετρα νοτιότερα από τον σταθμό. Εκεί αναπαύονται 102 στρατιώτες, οι οποίοι έπεσαν θύματα της πανδημίας, αφήνοντας πίσω τους μια τραγική υπενθύμιση των δυσχερειών που αντιμετώπισαν οι στρατιώτες.

Carte Postale

Ενδιαφέρον είναι ότι εκείνη την περίοδο κυκλοφόρησαν αρκετές cart-postale (καρτ ποστάλ) με κύριο θέμα τον Σιδηροδρομικό Σταθμό του Μπράλου. Οι κάρτες αυτές, που απεικόνιζαν τοπία και σκηνές από την καθημερινή ζωή των στρατιωτών, χρησιμοποιήθηκαν ευρέως από τους στρατιώτες για να επικοινωνούν με τις οικογένειες και τους φίλους τους, προσφέροντας μια γεύση της ζωής τους μακριά από την πατρίδα. Οι cart-postale αυτές αποτελούν σήμερα πολύτιμα τεκμήρια της ιστορικής περιόδου και της στρατιωτικής παρουσίας στην περιοχή.

Β' Παγκόσμιος

Την 28η Οκτωβρίου του 1940, με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη μεταφορά στρατευμάτων, πολεμοφοδίων και λοιπών υλικών πρώτης ανάγκης στο μέτωπο. Καταβλήθηκαν υπεράνθρωπες προσπάθειες για τη δρομολόγηση έως και 80 αμαξοστοιχιών ημερησίως, με στόχο την έγκαιρη υποστήριξη της πολεμικής προσπάθειας. Οι στρατεύσιμοι μετακινούνταν από την Αθήνα διαμέσου του Σιδηροδρομικού Περάσματος του Μπράλου προς τα ελληνοαλβανικά σύνορα, υποστηρίζοντας ευρύτερες ανάγκες των στρατιωτικών δυνάμεων.

Γερμανική Εισβολή

Την 6η Απριλίου του 1941 ξεκίνησε η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα. Σε μόλις 15 ημέρες, η χώρα είχε παραδοθεί και τα γερμανικά στρατεύματα προελαύνουν ταχύτατα προς το νότο. Από τις 20 έως τις 22 Απριλίου 1941, εξελίχθηκε ένας αγώνας ταχύτητας, καθώς οι κρατικοί σιδηρόδρομοι επρόκειτο να περάσουν σύντομα υπό γερμανικό έλεγχο. Στην τελευταία αμαξοστοιχία που αναχώρησε από τη Θεσσαλονίκη για την Αθήνα, η οποία ήταν εφοδιασμένη με συνεργεία ανατίναξης και Άγγλους στρατιώτες, δόθηκε εντολή από το Γενικό Επιτελείο να καταστρέψει στρατηγικά τεχνικά έργα, όπως σιδηροδρομικές γέφυρες. Στόχος ήταν η καθυστέρηση της γερμανικής προέλασης. Στο πέρασμα καταστράφηκαν οι γέφυρες του Σπερχειού, του Γοργοποτάμου και της Παπαδιάς.

Κατοχή

Κατά την πρώτη περίοδο της κατοχής και για σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο, ο κύριος σιδηροδρομικός άξονας Πειραιάς-Θεσσαλονίκη παρέμενε κομμένος, προκαλώντας σοβαρά προβλήματα στις γερμανικές σιδηροδρομικές μεταφορές. Η κατάσταση αυτή διήρκεσε μέχρι τις 30 Μαρτίου 1942, όταν η γέφυρα της Παπαδιάς επισκευάστηκε και η γραμμή επανήλθε στην κυκλοφορία. Καθ' όλη τη διάρκεια του 1942, η γραμμή απέκτησε ζωτική σημασία για τον ανεφοδιασμό της στρατιάς του Ρόμελ στη Βόρεια Αφρική. Εξαιτίας αυτού, οι στρατηγικές περιοχές γύρω από τις γέφυρες του Μπράλου έγιναν στόχος επιθέσεων από τους Συμμάχους και τους Έλληνες αντάρτες, με αποτέλεσμα την ιστορική ανατίναξη της γέφυρας.

Αντίσταση

Από το 1942 έως το 1944, καταγράφηκαν σχεδόν 30 σιδηροδρομικά σαμποτάζ και επιθέσεις στο Πέρασμα, τα οποία αποτέλεσαν σημαντικά γεγονότα στην ιστορία της εθνικής αντίστασης κατά των κατακτητών. Από αυτά ξεχωρίζουν η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου στις 25/11/1942, από 150 αντάρτες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, η οποία διέκοψε τη σιδηροδρομική κυκλοφορία για έναν μήνα, η επίθεση του ΕΛΑΣ στον στρατηγικής σημασίας σταθμό της Αμφίκλειας στις 14/4/1943, που προκάλεσε σοβαρές ζημιές σε ατμάμαξες και βαγόνια, και η ανατίναξη της γέφυρας του Ασωπού στις 20/6/1943 από Βρετανούς σαμποτέρ, με την γραμμή να παραμένει κλειστή για 2,5 μήνες.

Επίθεση στην Αμφίκλεια

Στις 14 Απριλίου του 1943, μία μεγάλη δύναμη ανταρτών του ΕΛΑΣ επιτέθηκε στον στρατηγικής σημασίας σιδηροδρομικό σταθμό της Αμφίκλειας, ο οποίος κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής αναβαθμίστηκε σε Α' τάξης με περιστροφική πλάκα και μηχανοστάσιο. Στη μάχη που ακολούθησε, σκοτώθηκαν τρεις αντάρτες και περίπου 15 Γερμανοί στρατιώτες, ενώ υπήρξαν σημαντικές ζημιές στον υδατόπυργο και σε εγκαταστάσεις του σταθμού. Στην τελική φάση του σαμποτάζ, οι αντάρτες έθεσαν σε κίνηση τέσσερις ατμάμαξες, οι οποίες εκτροχιάστηκαν στην τοποθεσία «Παλαβίτσα», όπου την προηγούμενη νύχτα είχε εκτροχιαστεί εμπορική αμαξοστοιχία. Συνολικά, καταστράφηκαν ή υπέστησαν σοβαρές ζημιές 10 ατμάμαξες και 33 βαγόνια. Η επίθεση είχε σοβαρές συνέπειες για τις γερμανικές μεταφορές και τον ανεφοδιασμό. Στη μνήμη των πεσόντων ανταρτών, έχει τοποθετηθεί αναμνηστική πλάκα στον σταθμό Αμφίκλειας, τιμώντας τις θυσίες του ΕΛΑΣ κατά την αντίσταση στην κατοχή.

Αποχώρηση

Με την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα το 1944, προκάλεσαν εκτεταμένες καταστροφές στο ελληνικό σιδηροδρομικό δίκτυο, πιθανώς ως αντίποινα για να παρεμποδίσουν τη μεταπολεμική σιδηροδρομική επικοινωνία. Στην περιοχή του Μπράλου, οι καταστροφές πραγματοποιήθηκαν στις 13-17 Οκτωβρίου 1944 και περιλάμβαναν την ανατίναξη της σήραγγας του Μπράλου σε τρία σημεία, καθώς και των γεφυρών της Παπαδιάς, του Ασωπού, της Μανδρίτσας, του Γοργοποτάμου και του Σπερχειού, ενώ καταστράφηκε ολοσχερώς και ο σταθμός του Λειανοκλαδίου.

Μεταπολεμικά

Μετά την απελευθέρωση, λόγω του δύσβατου της περιοχής και των εκτεταμένων ανατινάξεων, χρειάστηκε πολύ μεγάλη προσπάθεια και κόστος για την αποκατάσταση της, εν μέσω μάλιστα του αιματηρού εμφυλίου πολέμου που και αυτός άφησε τα ίχνη του στην ιστορία της γραμμής. Τελικά η σιδηροδρομική συγκοινωνία άρχισε και πάλι στις 21/6/1948 μέχρι τον Σ.Σ. Μπράλου και το ένα χρόνο αργότερα στις 12/7/1949 όλο το υπόλοιπο δίκτυο, δεν είναι τυχαίο ότι δίπλα σχεδόν σε κάθε αποκατεστημένο σιδηροδρομικό έργο δεσπόζουν φυλάκια.

Αποκατάσταση

Μετά την τεράστια καταστροφή που προκάλεσαν οι Γερμανοί κατά την αποχώρησή τους, ήταν αδύνατο να κυκλοφορήσουν τρένα και η αποκατάσταση του σιδηροδρομικού δικτύου απαιτούσε πολλά χρόνια και σημαντικά οικονομικά ποσά από το ελληνικό κράτος. Μετά την κοστολόγηση των ζημιών, οι εκθέσεις υποβλήθηκαν στην κυβέρνηση, η οποία, μη διαθέτοντας τους απαιτούμενους πόρους, αποδέχτηκε βοήθεια από την UNRRA και τους Βρετανούς συμμάχους. Η UNRRA, μια υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών, προσέφερε ανθρωπιστική βοήθεια και υποστήριξη για την αποκατάσταση των ζημιών, ενώ αργότερα συνεχίστηκε η βοήθεια μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ. Το πιο δύσκολο κομμάτι της αποκατάστασης ήταν το σιδηροδρομικό πέρασμα του Μπράλου, το οποίο αντιμετώπισε μεγάλες δυσχέρειες και ανατέθηκε σε ξένους τεχνικούς οίκους. Η αποκατάσταση ήταν εξαιρετικά δύσκολη λόγω των εκτεταμένων ζημιών και των προβλημάτων στη μεταφορά πρώτων υλών. Η επαναλειτουργία της βασικής διαδρομής Αθήνα-Θεσσαλονίκη έγινε σταδιακά: η γραμμή ολοκληρώθηκε μέχρι τον Μπράλο στις 21 Ιουνίου 1948, επεκτάθηκε στο Λεινοκλάδι στις 9 Ιουνίου 1949 και πλήρως αποκαταστάθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1949. Παράλληλα, ξεκίνησαν οι επισκευές του τροχαίου υλικού και πραγματοποιήθηκαν αγορές από την UNRRA για την ενίσχυση του στόλου.

Όραμα

Μετά τον πόλεμο, ο σιδηρόδρομος δεν γνώρισε την ανάπτυξη που θα μπορούσε να είχε, καθώς η προσοχή επικεντρώθηκε στην ενίσχυση των αυτοκινητοδρόμων και στην προώθηση της ιδιωτικής οδικής μετακίνησης. Ωστόσο, έγιναν σημαντικές βελτιώσεις στο δίκτυο, όπως η αγορά νέου τροχαίου υλικού και η εισαγωγή ντιζελοκίνητων μηχανών, με αποτέλεσμα την σταδιακή απόσυρση των ατμομηχανών. Παράλληλα, αναβαθμίστηκαν οι υποδομές του σιδηροδρόμου, με προτεραιότητα στον άξονα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, ο οποίος θεωρούνταν ο πιο σημαντικός για την ανάπτυξη της χώρας. Η δεκαετία του 1980 αποτέλεσε μια κρίσιμη περίοδο για τους ελληνικούς σιδηροδρόμους, καθώς άρχισαν να παραδίδονται σημαντικά αναπτυξιακά έργα., διπλασιασμού των γραμμών και εγκατάστασης ηλεκτρικής σηματοδότησης. Αυτές οι παρεμβάσεις αποτελούσαν μέρος ενός ευρύτερου οράματος δημιουργίας μιας Σιδηροδρομικής Γραμμής Υψηλών Ταχυτήτων (ΣΓΥΤ) στον άξονα Πάτρα-Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Ειδομένη (ΠΑΘΕ).

Τηλεδιοίκηση

Το 1982, στο ορεινό τμήμα της μονής γραμμής Τιθορέας – Λειανοκλαδίου – Δομοκού, συμπεριλαμβανομένου και του Περάσματος, πραγματοποιήθηκε μια σημαντική τεχνολογική αναβάθμιση. Ξεκίνησαν να τοποθετούνται, σταδιακά, 17 συστήματα αλληλεξαρτήσεων ηλεκτρονόμων, ημιαυτόματο σύστημα αποκλεισμού μεταξύ των σταθμών και το κεντρικό σύστημα τηλεδιοίκησης μη ασφαλούς τύπου στο Λειανοκλάδι, κατασκευασμένο από τον Ιταλικό οίκο Sasib, αλλάζοντας ριζικά τον τρόπο λειτουργίας του σιδηροδρομικού δικτύου.

Το εγχείρημα αυτό θεωρήθηκε επαναστατικό για την εποχή του, καθώς εισήγαγε την τηλεδιοίκηση, η οποία επέτρεψε τη διαχείριση της κυκλοφορίας, του ελέγχου και των διασταυρώσεων των τραίνων από απόσταση. Οι Σταθμάρχες και οι Κλειδούχοι, οι οποίοι μέχρι τότε είχαν φυσική παρουσία στους σταθμούς για να διαχειρίζονται τη κυκλοφορία και τις διαδικασίες, αντικαταστάθηκαν από ένα κεντρικό σύστημα. Το σύστημα εξασφάλιζε ότι όλες οι κρίσιμες διαδικασίες, όπως οι κινήσεις των τρένων και οι διασταυρώσεις τους, μπορούσαν να παρακολουθούνται και να ελέγχονται από έναν κεντρικό σταθμό.

Η εφαρμογή αυτού του συνέβαλε σημαντικά στην αύξηση της αποδοτικότητας και της ασφάλειας του σιδηροδρομικού δικτύου, ενώ ταυτόχρονα μείωσε την ανάγκη για ανθρώπινη παρουσία σε κάθε σταθμό, κάνοντας τον έλεγχο της κυκλοφορίας πιο αποδοτικό και με λιγότερο ανθρώπινο λάθος.

Σήμερα

Το Τέλος

Μέχρι το 2018, ο σιδηροδρομικός άξονας Αθήνα–Θεσσαλονίκη είχε σχεδόν πλήρως διπλασιαστεί και ηλεκτροδοτηθεί με σύγχρονα υλικά, εκτός από το τμήμα Τιθορέα–Λειανοκλάδι–Δομοκός, του οποίου η ολοκλήρωση καθυστέρησε λόγω της πολυπλοκότητας των τεχνικών έργων και των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης. Το Σιδηροδρομικό Πέρασμα του Μπράλου, ωστόσο, δεν προβλεπόταν να αναβαθμιστεί ώστε να ενσωματωθεί στη Σιδηροδρομική Γραμμή Υψηλών Ταχυτήτων (ΣΓΥΤ), καθώς επρόκειτο να αντικατασταθεί από μια νέα χάραξη.

Στο βαθύ σκοτάδι της 10ης Φεβρουαρίου 2018, γράφτηκε ο επίλογος αυτής της ένδοξης διαδρομής. Ο μακρόσυρτος συριγμός και η αναγγελία του μηχανοδηγού της τελευταίας αμαξοστοιχίας "Από τον Μπράλο για τελευταία φορά η 601..." σήμαναν το τέλος για το Σιδηροδρομικό Πέρασμα του Μπράλου. Μετά από 110 χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας, το πέρασμα του Μπράλου θα παραδώσει τα ηνία αλλά όχι και το χρίσμα στη νέα γειτονική γραμμή υψηλών ταχυτήτων. Η Τιθορέα και το Λειανoκλάδι παρέμειναν αναπόσπαστα κομμάτια του δικτύου, με το τοπικό δυναμικό να κλειδώνει τους χώρους και τις εγκαταστάσεις των σταθμών. Η επαναλειτουργία του τραίνου θα εξαρτηθεί από τους τοπικούς φορείς, συλλόγους και εθελοντές που θα αναλάβουν την πρωτοβουλία για την επιστροφή του.

Το Μέλλον

Το τραίνο επέστρεψε θριαμβευτικά τον Ιούλιο του 2018, επαναφέροντας ένα δρομολόγιο ανά κατεύθυνση και αναβιώνοντας την σιδηροδρομική κυκλοφορία του. Ωστόσο, η επαναλειτουργία του δεν κράτησε πολύ, καθώς ανεστάλη οριστικά τον Φεβρουάριο του 2023 μετά το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, αφήνοντας το μέλλον του αβέβαιο.

Η απαράμιλλη γεωγραφία του, προσφέρει εντυπωσιακή φυσική ομορφιά, απόκρημνα φαράγγια, γέφυρες και θέα που κόβουν την ανάσα, καθώς το τραίνο διέρχεται δίπλα από γκρεμούς. Αυτά τα χαρακτηριστικά το καθιστούν ιδανικό για τουριστική και σιδηροδρομική αξιοποίηση. Ειδικά δρομολόγια και η σύνδεση με πολιτιστικούς προορισμούς θα μπορούσαν να προσελκύσουν επισκέπτες από όλο τον κόσμο και να ενισχύσουν την τοπική οικονομία. Η αξιοποίησή του αποτελεί φόρο τιμής στην ιστορία του ελληνικού σιδηροδρόμου και επένδυση στη βιώσιμη ανάπτυξη με προοπτικές για ένα λαμπρό μέλλον.